ὑπέρθεσις

ὑπέρθεσις
ὑπέρ-θεσις, εως, ,
A putting over or across, τῆς χειρὸς ὑπὲρ τὸν στρωτῆρα Apollon Cit. I.
2 = ὑπέρβασις I. I. pass, Str.16.2.8, al.
II transposition, of words or propositions,

παθητικαὶ ὑ. Phld.Rh.1.198

S., cf. Chrysipp.Stoic.2.83; distd. fr. παρένθεσις, Hermog.Id.1.12; also, = μετάθεσις 1.4, EM3.25, al.
III delay, postponement, Plb.3.112.4, Sammelb.7404.55 (ii A. D.), POxy.2106.5 (iv A. D.); ὑ. σχεῖν to be put off, Plb.2.51.7; ὑ. ἔλαβε τὸ διαβούλιον ἐπὶ τοὺς δέκα was postponed for the sake of consulting them, was referred to them, Id.18.42.7;

μηδεμίαν ὑ. ποιησάμενος IG7.2712.62

(Acraeph., i A. D.), cf. 9 (2).517.37 (Larissa, iii B. C.), D.S.16.94, Ph.2.2; ἄνευ πάσης ὑ. freq. in Pap., PTeb.386.23 (i B. C.), etc.:—a usage censured by Poll.9.137:—

εἶναι τὴν ἀναβολὴν ὑπέρθεσιν ἐνεργείας δι' ὄκνον· ὑπερτίθεσθαι δέ τινα μόνον, ἀνεγκλήτου τῆς ὑ. οὔσης Stoic.3.163

.
IV like ὑπερβολή, excess, extraordinary character,

κατὰ τὴν ὑ. τῆς ἐπιβολῆς Plb.30.5.10

; καθ' ὑπέρθεσιν in an ascending scale, D.S.19.34
; μηδεμίαν ὑ. καταλιπεῖν no power of exceeding, Id.17.114; τὸ καθ' ὑ. αὐτοῦ μεγαλομερές his superlative munificence, prob. in IGRom.4.293a ii 53 (Pergam., ii B. C., cf. Wiener Sitzb.214(4).38).
V Gramm., the superlative degree, Poll.5.106, Phryn.PSp.1 B., Procl. in Prm.p.943 S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρθεσις — putting over fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρθεσις — έσεως, ἡ, ΜΑ βλ. υπέρθεση …   Dictionary of Greek

  • ὑπερθέσει — ὑπέρθεσις putting over fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπερθέσεϊ , ὑπέρθεσις putting over fem dat sg (epic) ὑπέρθεσις putting over fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθέσεις — ὑπέρθεσις putting over fem nom/voc pl (attic epic) ὑπέρθεσις putting over fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθέσεσι — ὑπέρθεσις putting over fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθέσεσιν — ὑπέρθεσις putting over fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθέσιος — ὑπέρθεσις putting over fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρθεσιν — ὑπέρθεσις putting over fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρθεση — η / ὑπέρθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] η τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω από ένα άλλο νεοελλ. 1. επαλληλία 2. εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης, υπερημερία 3. (γεωμορφ.) διεργασία κατά την οποία ένα υδάτινο ρεύμα δεν ακολουθεί τη λιθολογική ή την… …   Dictionary of Greek

  • лужа — укр. лужа, др. русск. лужа, словен. luža, чеш. lоužе, др. чеш. lužě лужа, болото , в. луж., н. луж. ɫužа – то же. Праслав. *lougi̯ā родственно лтш. lugа студенистая болотистая масса в зарастающих озерах , lugava плохая, слякотная осенняя погода …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”